- πρωϊζός
- -όν, ΜΑ, και αττ. τ. πρῳζός, -όν, Απροχθεσινόςαρχ.(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πρωϊζάα) προχθέςβ) πολύ νωρίς («οὕτω δὴ πρωϊζάκατέδραθες», Θεόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρωϊζά με τη σημ. «προχθές» απαντά ήδη στον Όμηρο και είναι σχηματισμένος από το επίρρ. πρώην κατά το χθιζά* (< χθές), ενώ ο ίδιος τ. με τη σημ. «πολύ νωρίς» είναι μτγν. και πρέπει να συνδεθεί με το επίρρ. πρωΐ].
Dictionary of Greek. 2013.